ἀκόλλητος

ἀκόλλητος
ἀκόλλ-ητος, ον,
A not cemented or glued,

λίθοι BCH35.43

([place name] Dclos); not adhering,

δέρμα σώμασι Gal.11.125

; not united, healed up, of wounds, Id.18(2).802.
2 incapable of being compacted, D.H. Comp.22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακόλλητος — η, ο (Α ἀκόλλητος, ον) αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική ουσία «φάκελος ακόλλητος», «λίθοι ακόλλητοι» νεοελλ. ο απίθανος, ο απίστευτος «ακόλλητο ψέμα» αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί «ἀκόλλητον δέρμα σώμασι»… …   Dictionary of Greek

  • ακόλλητος — η, ο αυτός που δε συγκολλήθηκε: Μονάχα ο καπλαμάς του τραπεζιού έμενε ακόλλητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκόλλητον — ἀκόλλητος not cemented masc/fem acc sg ἀκόλλητος not cemented neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόλλητα — ἀκόλλητος not cemented neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόλλητοι — ἀκόλλητος not cemented masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”